- καλλιγέφυρος
- καλλι-γέφῡρος, ον,A with beautiful bridges,
ποταμός E.Rh.349
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποταμός E.Rh.349
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλιγέφυρος — καλλιγέφυρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίες γέφυρες («ὅ τε καλλιγέφυρος ποταμὸς πορεύει Στρυμών», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γέφυρα] … Dictionary of Greek
καλλιγέφυρος — καλλιγέφῡρος , καλλιγέφυρος with beautiful bridges masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)